προβάλω

προβάλω
προβάλλω
throw
aor subj act 1st sg
προβά̱λω , προβάλλω
throw
aor subj act 1st sg (doric)
προβά̱λω , προβάλλω
throw
aor ind mid 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβαλῶ — προβάλλω throw fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογραφώ — [κινηματογράφος] αποτυπώνω με κινηματογραφική μηχανή την κίνηση προσώπων ή πραγμάτων σε ειδική ταινία για να τήν προβάλω σε οθόνη …   Dictionary of Greek

  • υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογραφώ — κινηματογράφησα, κινηματογραφήθηκα, κινηματογραφημένος, φωτογραφίζω με κινηματογραφικό μηχάνημα κινούμενα αντικείμενα για να τα προβάλω στην οθόνη: Κινηματογράφησε τους Ολυμπιακούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”